- μεταγγίζεται
- μεταγγίζωpour from one vessel into anotherpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
βροχόμετρο — Όργανο συλλογής και μέτρησης της ποσότητας της βροχόπτωσης, χρησιμοποιούμενο στα κέντρα μετεωρολογικών παρατηρήσεων. Αποτελείται από ένα κυλινδρικό δοχείο, τοποθετημένο κατακόρυφα στην ύπαιθρο, που καταλήγει προς τα πάνω σε μία ορειχάλκινη… … Dictionary of Greek
μεταγγίζω — (ΑM μεταγγίζω) μεταφέρω υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.) νεοελλ. διοχετεύω υγρό μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) μεταγγίζομαι (για την ψυχή κατά την πυθαγόρεια μετεμψύχωση) μεταφέρομαι σε άλλο σώμα («ἐρῶ δὲ ὑμῑν… … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
σαψάκι — το, Ν μικρό δοχείο με λαβή, με το οποίο αντλείται ή μεταγγίζεται νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψάκιον (< κάμψα) «αγγείο»] … Dictionary of Greek
Ρέζους (Rh), παράγοντας — Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα … Dictionary of Greek